- χειρόνιπτρον
- χειρό-νιπτρον, τό, das Waschbecken oder Waschwasser, die Hände zu waschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρόνιπτρον — basin for washing the hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνιπτρον — και χερόνιπτρον, τὸ, Α 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών 2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο τών χεριών 3. το πλύσιμο τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + νίπτρον (< νίπτω), πρβλ. ποδά νιπτρον] … Dictionary of Greek
χειρονίπτρων — χειρόνιπτρον basin for washing the hands neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνιπτρα — χειρόνιπτρον basin for washing the hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνιβον — τὸ, Α το χειρόνιπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειρόνιπτρον σχηματισμένος < χειρ(ο) * + νιβον (< νίβω, άλλο τ. τού νίπτω)] … Dictionary of Greek
ναματάριον — ναματάριον, τὸ (Μ) λεκάνη στην οποία έπλεναν τα χέρια, το χειρόνιπτρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. άριο(ν), πρβλ. λεβητ άριον] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χερόνιπτρον — τὸ, Α βλ. χειρόνιπτρον … Dictionary of Greek